- αυτοκινητικός
- -ή, -ό(όχι αυτοκινητιστικός, -ή, -ό), αυτός που έχει σχέση με το αυτοκίνητο: Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν πολύ τα αυτοκινητικά δυστυχήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.